- κρατίνειος
- κρατίνειος, -εία, -ον (Α)αυτός που αναφέρεται στον ποιητή Κρατίνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύρ. όν. Κρατίνος + επίθημα -ειος (πρβλ. Αχίλλ-ειος, Ηράκλ-ειος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κρατίνειον — Κρατίνειος used by masc acc sg Κρατίνειος used by neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)